- λέπια
- λέπιονthin rindneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λέπια — Δερμικοί σχηματισμοί οστέινης ή κεράτινης φύσης, οι οποίοι χρησιμεύουν για την επένδυση μερών ή ολόκληρου του σώματος σε πολλά ζώα τα οποία ανήκουν σε διάφορες ομοταξίες σπονδυλωτών. Τα λ. των ψαριών είναι οστέινης φύσης και χωρίζονται σε δύο… … Dictionary of Greek
ακιπενσερίδες — (acipenseridae). Οικογένεια ψαριών των γλυκών νερών, που ανήκει στην τάξη των χονδροστέων. Χαρακτηριστικό γνώρισμα για την ταξινόμησή τους είναι ότι έχουν αντί για λέπια σειρές από οστέινες πλάκες. Στη διάρκεια της οντογενετικής τους εξέλιξης, οι … Dictionary of Greek
γανοειδείς — Ομάδα ψαριών της παλιάς ταξινόμησης, η οποία σήμερα έχει διαχωριστεί και τα άτομά της κατανέμονται σε δύο υπερτάξεις: τους χονδρόστεους και τους ολόστεους. Οι γ. ήταν άλλοτε πολυάριθμοι, σήμερα όμως έχουν απομείνει μόλις λίγα γένη, τα οποία είναι … Dictionary of Greek
γυμνόσπερμα — (gymnosperma).Η μία από τις δύο υποδιαιρέσεις των ανθοφύτων ή σπερματοφύτων, που περιλαμβάνει όλα τα φυτά των οποίων τα ωοκύτταρα δεν περιβάλλονται από τελείως κλειστή ωοθήκη, είναι δηλαδή γυμνά. Τα σποριάγγεια ή αναπαραγωγά σώματα… … Dictionary of Greek
λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… … Dictionary of Greek
οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… … Dictionary of Greek
κυπρίνος — (Cyprinus). Γένος τελεόστεων ψαριών των γλυκών νερών, της οικογένειας των κυπρινιδών, με κύριο αντιπρόσωπο το είδος Cyprinus carpio. Ο κ. πιθανότατα κατάγεται από την Ασία, απ’ όπου διαδόθηκε στη συνέχεια στην Ευρώπη και πιο πρόσφατα στις… … Dictionary of Greek
κύπρινος — (Cyprinus). Γένος τελεόστεων ψαριών των γλυκών νερών, της οικογένειας των κυπρινιδών, με κύριο αντιπρόσωπο το είδος Cyprinus carpio. Ο κ. πιθανότατα κατάγεται από την Ασία, απ’ όπου διαδόθηκε στη συνέχεια στην Ευρώπη και πιο πρόσφατα στις… … Dictionary of Greek
λεπιδωτά — Μεγάλη τάξη ερπετών η οποία υποδιαιρείται σε τρεις υποτάξεις, των οφιδίων, των αμφισβαινίων και των σαυροειδών. Η επιστημονική της ονομασία είναι Squamata. Παλαιότερα τα λ. θεωρούνταν μία ομάδα, στην οποία οι τρεις αυτές υποτάξεις είχαν τη θέση… … Dictionary of Greek
λεπιδωτός — ή, ό (Α λεπιδωτός, ή, όν) [λεπιδούμαι] καλυμμένος από λέπια ή από φολίδες (α. «ἔχει δὲ καὶ ὄνυχας καρτεροὺς καὶ δέρμα λεπιδωτὸν [ὁ κροκόδειλος]», Ηρόδ. β. «θώρηκα εἶχε χρύσεον λεπιδωτόν», Ηρόδ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. τα λεπιδωτά τάξη ερπετών… … Dictionary of Greek